- ανεπίπλαστος
- ος , ον непритворный, искренний, непринуждённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεπίπλαστος — ἀνεπίπλαστος, ον (Α) όχι επίπλαστος, απροσποίητος, απλός … Dictionary of Greek
ἀνεπίπλαστος — not plastered over masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίπλαστον — ἀνεπίπλαστος not plastered over masc/fem acc sg ἀνεπίπλαστος not plastered over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)